Η Χαλυβουργική κέρδισε τη δίκη κατά της Citigroup

Ένα «ανακριβές report» η αιτία της διαμάχης με την οικογένεια 
Κ. Αγγελόπουλου

Μετά από τρία χρόνια δικαστικής διαμάχης, η Χαλυβουργική της οικογένειας του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου κέρδισε στην αντιδικία της με την Citigroup Global Markets
   
    Μια διαμάχη που αφορούσε στο περιεχόμενο ανάλυσης του χρηματοοικονομικού οίκου το 2007, που υποτιμούσε τα μεγέθη της εταιρείας του Αγγελόπουλου και υπερθεμάτιζε των Ελλήνων ανταγωνιστών της, μεταξύ των οποίων η Σιδενόρ του Νίκου Στασινόπουλου και η Χαλυβουργία Ελλάδος της οικογένειας Μάνεση.
    Η διάσημη δικηγορική φίρμα Farrers, η οποία και εκπροσώπησε στα δικαστήρια του Λονδίνου την Citigroup, παραδέχτηκε την ήττα του πελάτη της, ζήτησε συγγνώμη εκ μέρους της και δήλωσε πως η τράπεζα αποδέχεται να πληρώσει αποζημίωση στον ελληνικό όμιλο, συν τα δικαστικά έξοδα. Μια κίνηση πρωτοφανής στα δικαστικά χρονικά, όπως σχολίασαν αρκετοί Βρετανοί δικηγόροι και δημοσίευσε η Financial Times, η οποία βάλλει κατά της αξιοπιστίας των αναλυτών, που αξιολογούν μετοχές και επιχειρήσεις.
    Ο χρηματοοικονομικός κολοσσός, οι αναλυτές του οποίου παράγουν χιλιάδες εκθέσεις για εταιρείες, ελληνικές και ξένες σε καθημερινή βάση, προκειμένου να δώσουν κάποια επενδυτική σύσταση στους πελάτες τους, αποδέχτηκε πως στην περίπτωση της Χαλυβουργικής το report της «περιείχε κάποια ανακριβή δεδομένα» για την επαλήθευση των οποίων δεν είχε υπάρξει προ της δημοσίευσης, επικοινωνία με την ελληνική βιομηχανία χάλυβα. Το αποτέλεσμα ήταν η οικογένεια Αγγελόπουλου να προχωρήσει στα τέλη του 2008 σε μήνυση κατά της Citigroup, διεκδικώντας αποζημιώσεις για διαφυγόντα κέρδη, αλλά το ποσό της αποζημίωσης δεν έγινε ποτέ γνωστό.
    «Στην πραγματικότητα, αν η εναγόμενη (Citigroup) είχε εκτιμήσει το μερίδιο αγοράς της ενάγουσας (Χαλυβουργική) και είχε εφαρμόσει μια καταλληλότερη μέθοδο, ενόψει της αυξανόμενης παραγωγικής ικανότητας της ενάγουσας, θα ήταν λογικό ένα συμπέρασμα ότι το μερίδιο αγοράς της θα αυξηθεί και δεν θα είχε υποτιμηθεί – όπως τελικά έγινε – από τη Citigroup», αναφέρεται στη δήλωση των δικηγόρων της Farrers.

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ
    Όλα ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 2007, όταν αναλυτής της Citigroup δημοσίευσε αξιολόγηση που αφορούσε στην εισηγμένη Σιδενόρ και περιελάμβανε οικονομικά στοιχεία για τον κλάδο του χάλυβα και των μετάλλων, συμπεριλαμβανομένων και των «Χαλυβουργική» και «Χαλυβουργία Ελλάδος», ως συγκρίσιμες εταιρείες.
    Τα στοιχεία που είχε χρησιμοποιήσει όμως, δεν βρήκαν σύμφωνους τους διοικούντες της Χαλυβουργικής, αφού εκτιμούσε πως τα μερίδια αγοράς της εταιρείας θα υποχωρούσαν εκείνη τη χρονιά, ενώ το 2006 ο όμιλος του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου είχε ολοκληρώσει επενδύσεις ύψους 220 εκατ. ευρώ, που διπλασίαζαν την παραγωγή της και σύμφωνα με επίσημες δηλώσεις από την Χαλυβουργική, ο ιστορικός όμιλος που ανέκαμπτε, ύστερα από μια μακρά περίοδο αδράνειας, διεκδικούσε μερίδια της τάξεως του 50% στην εγχώρια αγορά.
    Αντιθέτως, στην έκθεση της Citigroup γινόταν λόγος ότι το μερίδιο αγοράς της Χαλυβουργικής, σε σχέση με τους ανταγωνιστές της θα συρρικνωνόταν περαιτέρω.
    Μάλιστα, και άλλες εκθέσεις ελληνικών και ξένων οίκων υπερθεμάτιζαν για τις προοπτικές της Σιδνεόρ, αλλά σε πολλές περιπτώσεις τα στοιχεία προέρχονταν από την ίδια την εταιρεία κι όχι από τις ενώσεις του κλάδου, αλλά ούτε και από τους εμπλεκόμενους ανταγωνιστές, που δεν είχαν ερωτηθεί.
    Έτσι, η οικογένεια Αγγελόπουλου έκανε προσφυγή στα βρετανικά δικαστήρια, τα οποία τελεσιδίκησαν υπέρ της, μόλις πριν από μερικές μέρες.

Η ΑΛΛΗ ΑΠΟΨΗ
    Στους βρετανικούς δικηγορικούς κύκλους είναι έντονη η αίσθηση πως η συγγνώμη της Citigroup δείχνει πως και η ίδια ήθελε να κλείσει το θέμα.
    Σύμφωνα με τους ίδιους πάντα, δεν είναι η πρώτη φορά που reports χρηματοοικονομικών οίκων εκδίδουν αναλύσεις με αρκετά λάθη – εκ παραλείψεως, όχι εκούσια – και προστατεύονται από το αγγλικό δίκαιο από τυχόν νομικές διώξεις.
    Όμως, στην περίπτωση της Citigroup και της Χαλυβουργικής, επιχειρηματικοί κύκλοι ισχυρίζονται πως επειδή ο χρηματοοικονομικός οίκος έχει επιχειρηματικά συμφέροντα στη ναυτιλία, αλλά και δε θα απέκλειε και deals στον κλάδο του ατσαλιού, γι’ αυτό και «υποχώρησε» στη μεταξύ τους διαμάχη. Η διαταγή, όπως λένε οι ίδιοι, ανώτερου στελέχους της Citi προς το νομικό τμήμα ήταν να μην τραβήξουν στα… άκρα την κόντρα, να παραδεχτούν το λάθος που έγινε και να δεχτούν να δώσουν την αποζημίωση.
    Ίσως γι’ αυτό και οι Βρετανοί δικηγόροι σχολίασαν στην Financial Times πως «δεν θυμούνται ανάλογη περίπτωση στα χρονικά σε δικαστήριο που ένας χρηματοοικονομικός οίκος να παραδέχεται λάθος του, να διατυπώνει συγγνώμη και να καταβάλει αποζημίωση».
    Όπως και να έχει πάντως, η νίκη της Χαλυβουργικής, σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα, ήρθε σε μια στιγμή που η Ελλάδα βρίσκεται στο στόχαστρο πολλών τέτοιων οίκων και αυτό έχει τη δική του σημασία.

«Σε ανάλυση του 2007, η τράπεζα υπερθεμάτιζε των προοπτικών της Σιδενόρ και υποεκτιμούσε το μερίδιο αγοράς της Χαλυβουργικής»


Πιο προσεκτικές πλέον οι τράπεζες
    Η υπόθεση της αντιδικίας της Citigroup με την Χαλυβουργική και η ήττα της πρώτης φαίνεται πως πλήττει το κύρος και την αξιοπιστία των χρηματοοικονομικών αναλύσεων, αναδεικνύοντας το θέμα των νομικών ευθυνών που φέρουν οι τράπεζες για την πορεία πολλών μετοχών και εταιρειών, ενώ πλέον η εντολή είναι να γίνουν πολύ πιο προσεκτικές στα reports τους.
    Έχουν άλλωστε καταγραφεί περιπτώσεις «διαζυγίου» επενδυτικών οίκων με ομάδες αναλυτών τους για περιπτώσεις χρησιμοποίησης ανακριβών στοιχείων σε εκθέσεις τους αξιολόγησης. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνο της Citi με τον γνωστό αναλυτή Mike Mayo.
    Στην ουσία, όπως αναφέρει και η Financial Times σε σχετικό της άρθρο, τα συγκεκριμένα reports αποτελούν μια ολόκληρη «βιομηχανία», από την οποία εξαρτάται η «τύχη» πολλών εταιρειών σε διεθνές επίπεδο, αλλά και η ίδια η αξιοπιστία τους και σε καμία περίπτωση δεν θέλουν να τρωθεί.