Η ασυνεννοησία δημιουργεί προβλήματα στην ανανέωση των συμβατικών αδειών της κινητής, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις και ερωτήματα
ΣΕ ΠΟΡΕΙΑ ρήξης και έντονης αντιπαράθεσης βρίσκονται οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας με το υπουργείο Υποδομών και Άμυνας, με διακύβευμα την ανανέωση των αδειών κινητής τηλεφωνίας, που η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) και το υπουργείο Οικονομικών την έχουν προϋπολογίσει
συνολικά στα 270 εκατ. ευρώ.
Μία αρχικά απλή διαδικασία, η οποία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι υπόθεση ρουτίνας, έχει δημιουργήσει μείζον θέμα στην αγορά κινητής τηλεφωνίας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΕΤΤ και με τη συνεργασία των υπουργείων Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, τα έσοδα από τη διάθεση των αδειών κινητής, που έχουν εγγραφεί μάλιστα και στον Προϋπολογισμό, έχουν προϋπολογιστεί σε 270 εκατ. ευρώ. Από την αρχή, το ποσόν αυτό χαρακτηρίστηκε «υπερβολικό» και εκτός των ευρωπαϊκών προδιαγραφών και από τις τρεις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, οι οποίες το υπολόγισαν με βάση τα έσοδα της επόμενης πενταετίας που είναι πιστωτικά, τη φορολογία που αυξάνεται, τις επενδύσεις σε νέες υποδομές και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας.
Σε πενταπλάσια τιμή από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο ξεκινά η διαδικασία ανανέωσης των νέων αδειών
Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Wind Ελλάς, Νάσο Ζαρκαλή, το τίμημα των συχνοτήτων δεν ανταποκρίνεται στη ζήτηση της ελληνικής αγοράς και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί δίκαιο, καθώς δημιουργεί ανισότητες στον ανταγωνισμό. Η μέση τιμή για την ανανέωση μιας συμβατικής άδειας κινητής π.χ. στα 900 MHz για 15 χρόνια, φτάνει κατά μέσο όρο στα 20 εκατ. ευρώ. «Κατανοούμε την πίεση για να μεγιστοποιηθούν τα έσοδα του Προϋπολογισμού, όμως για να γίνει αυτό η αγορά κινητής πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει», ανέφερε ο Ν. Ζαρκαλής, επισημαίνοντας πως «το τίμημα των 60 εκατ. ευρώ ανά δέσμη φάσματος είναι τριπλάσιο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο».
Σε πορεία σύγκρουσης
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΕΤΤ, δρα Λεωνίδα Κανέλλο, οι διαδικασίες δημοπράτησης έχουν ήδη συμφωνηθεί και οι διαφορές που υπάρχουν θα εξομαλυνθούν μέχρι την επίσημη έναρξη των διαπραγματεύσεων, που είναι χρονικά διαφορετικές για κάθε εταιρεία. Οι τρεις πολυεθνικές εταιρείες κινητής τηλεφωνίας έχουν διατυπώσει έντονες αντιρρήσεις για τους όρους διάθεσης του φάσματος.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο του ομίλου ΟΤΕ, Μιχάλη Τσαμάζ, «ΕΕΤΤ και πολλοί κυβερνητικοί παράγοντες δεν έχουν αντιληφθεί ότι οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών και κυρίως κινητής τηλεφωνίας πλήττονται από σειρά αποφάσεων, με συνέπεια σημαντικό μέρος των επενδύσεών τους να οδεύει μέσω της φορολογίας στα κρατικά ταμεία, ενώ θα έπρεπε να γίνονται δίκτυα και υπηρεσίες για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και η απασχόληση εξειδικευμένων στελεχών».
Η κατάσταση που επικρατεί στον τομέα της ευρυζωνικότητας, όπου η Ελλάδα βρισκόταν τον Ιούλιο 2010 στην 5η χαμηλότερη θέση στον ρυθμό διείσδυσης στα σταθερά ευρυζωνικά δίκτυα (18,6%) στην Ε.Ε. και στην 3η χαμηλότερη θέση στον ρυθμό διείσδυσης στα κινητά ευρυζωνικά δίκτυα (2,1%), ήταν και θέμα επιστολής που έστειλε η Ευρωπαϊκή Ένωση Τηλεπικοινωνιών (ECTA) στους υπουργούς Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Γιώργο Παπακωνσταντίνου και Δημήτρη Ρέππα.
Οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας δεν αποδέχονται το τίμημα των αδειών όπως το έχει υπολογίσει η ΕΕΤΤ. Μάλιστα, διαμηνύουν ότι στην διαβούλευση δεν μετείχε καμία νέα εταιρεία δείγμα ότι δεν εκδηλώθηκε κανένα διεθνές ενδιαφέρον, πέραν των τριών που ήδη υπάρχουν στην ελληνική αγορά.
Μόνο ταμειακές ανάγκες
Αν και στελέχη της ΕΕΤΤ εκτιμούν ότι η διαγωνιστική διαδικασία θα εξορθολογίσει τις τιμές διάθεσης των συχνοτήτων, όλα τα διευθυντικά στελέχη των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας υποστηρίζουν το αντίθετο.
Σύμφωνα με στοιχεία ευρωπαϊκών μελετών, οι προτεινόμενες τιμές είναι οι πιο ακριβές σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ καμία ανανέωση δεν έγινε με δημοπράτηση αλλά με διαπραγματεύσεις. Ενώ στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι διαπραγματεύσεις ξεκινούν από τη βάση της προστασίας των επενδύσεων που έχουν γίνει και των θέσεων εργασίας, στην Ελλάδα επιλέγεται η διαδικασία της ανοιχτής δημοπράτησης, που θέτει σε κίνδυνο σειρά επενδύσεων στην κινητή, ακόμη και δραστηριότητες που έχουν αναπτυχθεί.
«Έμπλεξαν οι γραμμές» στα υπουργεία
Η ΑΣΥΝΕΝΝΟΗΣΙΑ και η απουσία συντονισμού και πολιτικών αποφάσεων μεταξύ των υπουργείων Υποδομών και Άμυνας εμποδίζουν την παραχώρηση συχνοτήτων (φάσμα ζώνης 900 MHz) στις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, με τίμημα από 60 έως 90 εκατ. ευρώ, για την ανάπτυξη υπηρεσιών. Αν και η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) είχε υποστηρίξει παλαιότερα ότι αυτή περιοχή συχνοτήτων, η οποία δεν χρησιμοποιείται για στρατιωτικούς σκοπούς στην Ευρώπη, θα έμπαινε στη διαδικασία της δημοπράτησης, καθυστερήσεις και ολιγωρίες φαίνεται ότι δεν έχουν συμπεριλάβει αυτό το φάσμα στη δημοπράτηση. Οι διαμάχες στον χώρο των συχνοτήτων είναι πολλές τα τελευταία χρόνια. Πέρα από τη γενικευμένη ασάφεια στη χρήση τους, πολλές στρατιωτικές δραστηριότητες χρησιμοποιούν περιοχές πέραν των αναγκών τους, όπως αυτές προσδιορίζονται διεθνώς, κατέχοντας περισσότερο φάσμα από τις ανάγκες τους.
Η Διυπουργική Επιτροπή που συστάθηκε να επεξεργαστεί λύσεις για τη μετακίνηση των Ενόπλων Δυνάμεων σε άλλο τμήμα συχνοτήτων έχει βραχυκυκλωθεί σε γραφειοκρατικές διαδικασίες, αν και με τη συνεργασία της ΕΕΤΤ ήταν εφικτό να διατυπωθούν προτάσεις που ικανοποιούν όλες τις ημέρες. Παρά το γεγονός ότι αυτά τα έσοδα έχουν εγγραφεί στον Προϋπολογισμό, τα δύο υπουργεία και η ΕΕΤΤ δεν έχουν αποφασίσει για την τύχη αυτών των συχνοτήτων, ενώ τα χρονικά όρια πιέζουν, με μεγάλη πιθανότητα να ληφθούν πλέον βασικές αποφάσεις.